- σαρκοειδής
- -ές, ΝΑόμοιος με σάρκα, σαρκώδηςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το σαρκοειδέςιατρ. η δερματική παθολογοανατομική βλάβη τής σαρκοείδωσης, που εκδηλώνεται, συνήθως, υπό μορφή οζιδίων (α. «δερματικά σαρκοειδή» β. «υποδόρια σαρκοειδή τών Νταριέ-Ρουσύ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.